δεκαεξάκωπος

δεκαεξάκωπος
-η, -ο
(για λέμβους) με δεκαέξι κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαέξι + -κωπος < κώπη «κουπί». Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”